- Πρόσπαλτα
- τὰ, Α(στην Αττική) ονομασία ενός από τους δώδεκα αρχαίους δήμους τής Ακαμαντίδος φυλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πρόσπαλτα — an inhabitant of P. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προσπάλτιος — ὁ, Α [Πρόσπαλτα] 1. ο κάτοικος τών Προσπάλτων 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Προσπάλτιοι τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος … Dictionary of Greek
προσπαλτόθεν — Α επίρρ. (στην Αττική) από τον αρχαίο δήμο τών Προσπάλτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόσπαλτα + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Αθηνό θεν)] … Dictionary of Greek